ἄκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
άκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κρίση: Αυτά είναι λόγια άκριτα. 2. αυτός που δεν κρίθηκε, δεν αποφασίστηκε: Ο αγώνας έμεινε άκριτος. 3. αυτός που δε δικάστηκε: Βρίσκεται στη φυλακή άκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριτώτερον — ἄκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἄκριτος undistinguishable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτως — ἄκριτος undistinguishable adverbial ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκριτον — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριτώτεροι — ἄκριτος undistinguishable masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοις — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοισι — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτου — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτους — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)